- χωροφιλώ
- -έω, Ααγαπώ έναν τόπο και μού αρέσει να βρίσκομαι συχνά σε αυτόν, φιλοχωρῶ*.[ΕΤΥΜΟΛ. < χώρα + φιλῶ (< φίλος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χωροφιλία — ἡ, Α [χωροφιλῶ] η αγάπη για μία χώρα ή για έναν τόπο … Dictionary of Greek
χώρα — Oνομασία 5 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 400 μ.), στην πρώην επαρχία Γορτυνίας, του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (19 τ. χλμ.) στον οποίο υπάγονται και οι οικισμοί Δωδεκάμετρο (υψόμ. 170 μ.) και Εληά (υψόμ. 200 μ.). 2.… … Dictionary of Greek